- ὑπερχρήματος
- ὑπερχρήμᾰτος, ον,A very rich, Ocell.4.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερχρήματος — ον, Μ πάρα πολύ πλούσιος, ζάπλουτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χρήματος (< χρῆμα, χρήματος), πρβλ. ἀπο χρήματος, ὀλιγο χρήματος] … Dictionary of Greek
ὑπερχρήματον — ὑπερχρήματος very rich masc/fem acc sg ὑπερχρήματος very rich neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek